χαλκήϊον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. χαλκείο … Dictionary of Greek
Ариант — (Аριάνταν) скифский царь, который упоминался Геродотом почти 25 веков назад в таком контексте: «В этой местности (у верховий Гипаниса Буга) стоит медный сосуд величиной, пожалуй, в шесть раз больше сосуда для смешения вина, который… … Википедия
LESCHAE — Gr. λέχαι, dicebantur Athenis conventicula et collocutiones frivolae, ad quas antiquitus Graeci otiosi convenire solebant, ut et ipsa loca, in quibus conveniebant. Etant autem ea plerumque tonstrinae, unde Κουριακὴ λαλιὰ prov. et inprimis… … Hofmann J. Lexicon universale
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
χαλκείο — Οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμποχώρων. * * * το / χαλκεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. χαλκήϊον Α [χαλκεύς] εργαστήριο κατεργασίας χαλκού και άλλων μετάλλων, χαλκωματάδικο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Χαλκεία… … Dictionary of Greek